ἀκέφαλον

ἀκέφαλον
ἀκέφαλος
headless
masc/fem acc sg
ἀκέφαλος
headless
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ακέφαλος Ιστορία — Βιογραφία του Μεγάλου Αθανασίου, γραμμένη στα λατινικά από άγνωστο συγγραφέα του 4ου αι. Είναι γνωστή και ως Ακέφαλον χρονικόν. Από τη βιογραφία λείπει η αρχή, απ’ όπου προήλθε και ο τίτλος. Μετάφρασή της στα ελληνικά, από άγνωστο επίσης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”